- τάνυθριξ
- τᾰνυ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A long-haired, shaggy,
αἴξ Hes.Op.516
; ὗς a bristly swine, Semon.7.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴξ Hes.Op.516
; ὗς a bristly swine, Semon.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τανύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, ον, Α 1. αυτός που έχει μακριές τρίχες 2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός 3. φρ. «ὗς τανύθριξ» είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες τού σώματός του (Σιμων. Αμ.).… … Dictionary of Greek
τανύτριχα — τανύθριξ masc/fem acc sg τανύτριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύτριχος — τανύθριξ masc/fem gen sg τανύτριχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύτριχος — ον, Α βλ. τανύθριξ … Dictionary of Greek